- γαστήρ
- η (AM γαστήρ)1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς2. το στομάχι3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» — να γεμίσει την κοιλιά του Όμ.β) «γαστέρες οἶον» — μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.)μσν.πήλινο δοχείο, γαστέρααρχ.-μσν.1. η μήτρα, η κοιλιά τής μάννας2. φρ. «ἐν γαστρὶ λαμβάνω ή ἔχω» — συλλαμβάνω, κυοφορώ (Αριστοτ., ΠΔ, ΚΔ)β) «ἐκ γαστρός» — από την κοιλιά τής μάννας του, από τη νηπιακή ηλικίααρχ.1. το κοίλο μέρος τής ασπίδας2. η κοιλιά ή το πλατύτερο μέρος τού αγγείου3. είδος αλλαντικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *γρασ-τήρ (< γράω «τρώω, ροκανίζω») «αυτός που καταβροχθίζει», με ανομοίωση τών δύο -ρ-. Ο αρχικός τ. θα ήταν μορφολογικά ταυτόσημος με αρχ. ινδ. grαstαr- «αυτός που επισκιάζει, που αμαυρώνει (ως όρος τής αστρονομίας), δηλ. «αυτός που εξαφανίζει, που καταβροχθίζει». Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα γέμω*, γέντα* «έντερα». Το επίθημα (-τερ-) τής λέξεως εμφανίζεται άλλοτε με απαθή (πρβλ. γασ-τέρ-ος) και άλλοτε με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. γασ-τρ-ός) για μετρικούς κυρίως λόγους, ενώ αργότερα οι τ. τής απαθούς βαθμίδας απαντούν μόνο στον ποιητικό λόγο. Το θηλ. γένος τής λέξεως πιθ. κατά το συνώνυμο νηδύς «στομάχι, κοιλιά κ.λπ.». Άλλο συνώνυμο είναι το μεθομηρικό κοιλία, το οποίο διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική. Η λ. γαστήρ με τις μορφές γαστρ-, γαστρι-, γαστρο- χρησιμεύει ως α' συνθετικό πολλών λέξεων όλης τής Ελληνικής, καθώς και πολλών επιστημονικών όρωνλιγότερο εκτεταμένη είναι η χρήση του ως β' συνθετικού με τις μορφές -γάστωρ, -γάστριος.ΠΑΡ. γάστρα, γαστρί(ον), γαστρίδιο(ν)αρχ.γαστρίζω, γάστρις, γαστρώδης, γάστρωννεοελλ.γαστρικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γαστρίδουλος, γαστρίμαργος, γαστρολογία, γαστρονομία, γαστρορραφία, γαστρόρροια, γαστροτόμο(ς), γαστρόφιλοςαρχ.γαστραφέτης, γαστροβαρής, γαστροβόρος, γαστροειδής, γαστροκνήμη, γαστροκνημία, γαστρομαντεύομαι, γαστροπίων, γαστρόπτης, γαστροφορώ, γαστροχάρυβδιςμσν.γαστεροπλήξ, γαστρίοικος, γαστρόφρωννεοελλ.γαστραγγειακός, γαστραλγία, γαστραντλία, γαστρεκτασία, γαστρεκτομή, γαστρεντεραλγία, γαστρεντερικός, γαστρεντερίτιδα, γαστρεντεροαναστόμωση, γαστρεντερολόγος, γαστρεντερόπτωση, γαστρεντεροστομία, γαστρεπιπλοϊκός, γαστροβιοψία, γαστρογενής, γαστροδυνία, γαστροδωδεκαδακτυλικός, γαστροκαρδιακός, γαστρολατρία, γαστρονόμος, γαστροοισοφαγικός, γαστροπάθεια, γαστροπλαστική, γαστρόπτωση, γαστρορραγία, γαστροσκόπηση. (Β' συνθετικό) επιγάστριος, ομογάστριος, προγάστωρ, υπογάστριοςαρχ.αγάστωρ, γλωσσογάστωρ, εγγάστριος, εγγλωττογάστωρ, εγχειγάστωρ, εγχειρογάστωρ, εριγάστωρ, ετερογάστριος, ευρυγάστωρ, ζωνογάστωρ, κατεπιγάστριος, κοιλογάστωρ, κυτογάστωρ, μεγαλογάστωρ, μεσογάστωρ, νοογάστωρ, ογάστριος, ογάστωρ, ολβιογάστωρ, ομογάστωρ, πλατυγάστωρ, συργάστωρ, ταυρογάστωρ, υδρογάστωρ, χειρογάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.